ανεκδίωκτος


ανεκδίωκτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκδίωκτος αν- στερητικό + εκδιώκω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκδίωκτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει εκδιωχθεί, που δεν αναγκάστηκε να φύγει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.