ανεκδίκαστος


ανεκδίκαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκδίκαστος ἀ στερητικό + εκδικάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκδίκαστος -η, -ο

✦ που δεν έχει εκδικαστεί ακόμα: ανεκδίκαστη υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.