ανεκδήλωτος


ανεκδήλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκδήλωτος ἀ στερητικό + εκδηλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκδήλωτος -η, -ο

✦ που δεν εκδηλώθηκε, δε φανερώθηκε

Συνώνυμα
αφανέρωτος, ανομολόγητος
Αντίθετα
έκδηλος, ομολογημένος, φανερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.