ανδρογόνα
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρογόνα αρχαία ελληνική ἀνδρογόνος
Ερμηνεία
ανδρογόνα
✦ ουσ. ορμόνες που παράγονται στους όρχεις και τα επινεφρίδια και συντελούν στη διαμόρφωση των δευτερευόντων γενετικών χαρακτηριστικών του αρσενικού φύλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–