ανδρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρισμός ανήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανδρισμός
✦ ανδρικό φρόνημα, γενναιότητα
✦ αξιοπρεπής συμπεριφορά που ταιριάζει σε άνδρα: δεν έχει τον ανδρισμό να παραδεχθεί τα λάθη του
Συνώνυμα
παλικαριά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–