ανδρικός


ανδρικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανδρικός αρχαία ελληνική ἀνδρικός

Ερμηνεία
ανδρικός

✦ κ. αντρικός, -ή, -ό επίθ. (Κ ανδρικός, -ή, -όν) ο του ανδρός, που ταιριάζει σε άντρα: ανδρικά ρούχα – ανδρικό φέρσιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανδρικά (Κ ανδρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.