ανδρειώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρειώνομαι μεταγενέστερη ελληνική ἀνδρειόομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανδρειώνομαι
✦ βλ. αντρειώνομαι
✦ εύχρ. στη μτχ. ανδρειωμένος, γενναίος, δυνατός: και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά (Διον. Σολωμός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–