ανδρείκελο
Προφορά
Ετυμολογία
ανδρείκελο αρχαία ελληνική ἀνδρείκελον, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀνδρείκελος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ανδρείκελο
✦ ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα
✦ (μτφ. ) άνθρωπος χωρίς βούληση
Συνώνυμα
κινούμενο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–