ανασύνταξη


ανασύνταξη
Προφορά

Ετυμολογία
ανασύνταξη μεταγενέστερη ελληνική ἀνασύνταξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανασύνταξη

✦ ανασυγκρότηση, νέα οργάνωση προς το καλύτερο, ή για την αποκατάσταση διαλυμένης τάξεως: ανασύνταξη των δυνάμεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.