ανασφάλεια


ανασφάλεια
Προφορά

Ετυμολογία
ανασφάλεια ανασφαλής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανασφάλεια

✦ έλλειψη ασφάλειας
✦ αίσθημα ανησυχίας, κατάσταση αβεβαιότητας που προκαλεί άγχος σε κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.