αναστύλωση


αναστύλωση
Προφορά

Ετυμολογία
αναστύλωση αναστυλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναστύλωση

✦ η στήριξη με στύλους
✦ (αρχαιολ.) αποκατάσταση ερειπωμένου κτιρίου ή μνημείου στην πρώτη του μορφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.