αναστρέφω
Προφορά
Ετυμολογία
αναστρέφω αρχαία ελληνική ἀνα-στρέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναστρέφω
✦ γυρίζω προς τα πίσω, αντιστρέφω, αναποδογυρίζω
✦ (ναυτ.) στρέφω προς τον άνεμο
✦ υποχωρώ, επιστρέφω
✦ (μέσ.) αναστρέφομαι, συναναστρέφομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–