αναστομώνω


αναστομώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αναστομώνω αρχαία ελληνική ἀναστομόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αναστομώνω

✦ διευρύνω, δημιουργώ άνοιγμα
✦ καθιστώ λείο το εσωτερικό σωλήνα
✦ ξαναβάφω μέταλλο
✦ (χειρουργ.) συνενώνω τα στόμια δύο αγγείων, συνενώνω δύο κοίλα όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.