αναστηλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αναστηλώνω αρχαία ελληνική ἀναστηλόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναστηλώνω
✦ αποκαθιστώ ερειπωμένο κτίριο ή μνημείο στην πρώτη του μορφή (εσφαλμένη χρήση της λ. αντί του ορθού αναστυλώνω)
✦ (μτφ. ) αναζωογονώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–