αναστηλωτικός


αναστηλωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναστηλωτικός αναστηλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναστηλωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την αναστήλωση (εσφαλμένη χρήση της λ. αντί του ορθού αναστυλωτικός): αναστηλωτικές εργασίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.