ανασηκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ανασηκώνω αρχαία ελληνική ἀνασηκόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανασηκώνω
✦ σηκώνω, ανυψώνω ελαφρά: βουτούσαν τα πόδια στο νερό ανασηκώνοντας χρωματιστές πουκαμίσες (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μέσ.) ανασηκώνομαι, σηκώνομαι από κάτω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–