ανασβολιά
Προφορά
Ετυμολογία
ανασβολιά ανά + ἀσβολιά (= δυστυχία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανασβολιά
✦ εμπόδιο, αναποδιά: ποτέ της δε σκόλαζε, από σκίσιμο να πούμε του διχτυού ή άλλη ανασβολιά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–