αναρρωτικός


αναρρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναρρωτικός αναρρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναρρωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ανάρρωση, που συντελεί στην ανάρρωση: αναρρωτική άδεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.