αναρριχητικός


αναρριχητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναρριχητικός αναρριχώμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναρριχητικός -ή, -ό

✦ επιτήδειος, ικανός σε αναρρίχηση: φυτά αναρριχητικά

Συνώνυμα
αναρριχώμενα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.