αναρριπίζω


αναρριπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αναρριπίζω αρχαία ελληνική ἀναρριπίζω

Ερμηνεία
ρήμα αναρριπίζω

✦ φυσώ τη φωτιά για να μη σβήσει, δυναμώνω τη φλόγα
(μτφ. ) αναζωογονώ, διεγείρω ξανά
✦ αναρριπίζομαι, φυσιέμαι με τη βεντάλια

Συνώνυμα
συνδαυλίζω, αναζωπυρώνω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.