αναρίθμητος


αναρίθμητος
Προφορά

Ετυμολογία
αναρίθμητος αρχαία ελληνική ἀναρίθμητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναρίθμητος -η, -ο

✦ αμέτρητος, που δεν μπορεί κανείς να τον αριθμήσει

Συνώνυμα
αλογάριαστος, άμετρος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αναρίθμητα (Κ αναριθμήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.