αναρίγισμα
Προφορά
Ετυμολογία
αναρίγισμα αναριγώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αναρίγισμα
✦ το αποτέλεσμα του αναριγώ, ανατρίχιασμα: πρώτο ξύπνημα της καρδιάς, πρώτα αναριγίσματα της σάρκας (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–