αναπλάθω


αναπλάθω
Προφορά

Ετυμολογία
αναπλάθω αρχαία ελληνική ἀνα-πλάσσω -ττω

Ερμηνεία
ρήμα αναπλάθω

✦ ξαναπλάθω, αναδημιουργώ
✦ αναμορφώνω προς το καλύτερο
✦ επαναφέρω στη μνήμη μου, αναλογίζομαι: μόνος, στην απόλυτη σιωπή της νύχτας, ανάπλαθε τα όσα είχαν γίνει (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.