αναπεπταμένος


αναπεπταμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπεπταμένος αρχαία ελληνική ἀναπεπταμένος, μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος ἀναπετάννυμι και -ννύω (= ανοίγω, απλώνω)

Ερμηνεία
αναπεπταμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ανοιχτός, εκτεταμένος: αναπεπταμένον πεδίον
✦ απλωμένος: αναπεπταμένα ιστία (τα ανοιγμένα πανιά)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπεπταμένως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.