αναπαύω
Προφορά
Ετυμολογία
αναπαύω αρχαία ελληνική ἀνα-παύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναπαύω
✦ ξεκουράζω, ανακουφίζω
✦ προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση, τον ηρεμώ: το μουσείο της Ακρόπολης είναι το ωραιότερο μουσείο που ξέρω· αναπαύει (Γ. Σεφέρης)
✦ αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω
✦ κοιμάμαι, ησυχάζω
✦ (μτφ. ) πεθαίνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καταπονώ, εξαντλώ, κουράζω
Επιρρήματα
–