αναπαραδιάρης


αναπαραδιάρης
Προφορά

Ετυμολογία
αναπαραδιάρης αναπαραδιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναπαραδιάρης

✦ θηλ. αναπαραδιάρισσα που δεν έχει χρήματα

Συνώνυμα
αδέκαρος, άφραγκος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.