αναπαράταση


αναπαράταση
Προφορά

Ετυμολογία
αναπαράταση αναπαρατείνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναπαράταση

✦ η εκ νέου παράταση προθεσμίας για εκτέλεση υποχρεώσεως ή άσκηση δικαιώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.