αναπαράσταση
Προφορά
Ετυμολογία
αναπαράσταση αναπαριστάνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναπαράσταση
✦ πιστή απεικόνιση ή μίμηση πράγματος, γεγονότος ή καταστάσεως με λόγο, εικόνα, κίνηση κτλ.
✦ αναπαράσταση εγκλήματος, εικονική επανεκτέλεση του εγκλήματος από τον δράστη ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–