ανανούριστος


ανανούριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανανούριστος ἀ στερητικό + νανουρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανανούριστος -η, -ο

✦ που δεν τον νανούρισαν: το παιδί κοιμήθηκε ανανούριστο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.