αναμειγνύω


αναμειγνύω
Προφορά

Ετυμολογία
αναμειγνύω αρχαία ελληνική ἀνα-μ(ε)ιγνύω

Ερμηνεία
ρήμα αναμειγνύω

✦ ανακατώνω
(μτφ. ) εμπλέκω, παρασύρω
✦ εύχρ. στους παθητ. τύπους: αποφάσισε να αναμειχθεί στην πολιτική – είναι αναμειγμένος σε κάποιο σκάνδαλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.