αναμείκτης


αναμείκτης
Προφορά

Ετυμολογία
αναμείκτης αναμ(ε)ιγνύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναμείκτης

✦ ηλεκτρική συσκευή για την ανάμειξη διαφόρων τροφών, το μίξερ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.