αναμέλπω


αναμέλπω
Προφορά

Ετυμολογία
αναμέλπω αρχαία ελληνική ἀνα- μέλπω

Ερμηνεία
ρήμα αναμέλπω

✦ ψάλλω, ανυμνώ κάποιον με άσμα: αλλά τον πιο περιπαθή ύμνο του για την κόρη του Δία και της Θέμιδας θ’ αναμέλψει στη χαμένη τραγωδία του (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.