αναμάρτητος
Προφορά
Ετυμολογία
αναμάρτητος αρχαία ελληνική ἀναμάρτητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναμάρτητος -η, -ο
✦ ο αλάθητος
✦ ο χωρίς αμαρτήματα
✦ φρ. ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, ο αλάνθαστος ας κατηγορήσει πρώτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμαρτωλός, κολασμένος
Επιρρήματα
αναμάρτητα (Κ αναμαρτήτως)