αναλώσιμος


αναλώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αναλώσιμος ανάλωσις

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναλώσιμος -η, -ο

✦ ο προσφερόμενος για ανάλωση, που μπορεί να ξοδευτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.