αναλυτός


αναλυτός
Προφορά

Ετυμολογία
αναλυτός αναλύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναλυτός -ή, -ό

✦ λιωμένος, αναλυμένος, υδαρής: λαμποκοπούσε σα μια μεγάλη λίμνη από αναλυτό ασήμι (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναλυτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.