αναλλοίωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αναλλοίωτος αρχαία ελληνική ἀναλλοίωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναλλοίωτος -η, -ο
✦ που δεν αλλοιώθηκε ή δεν αλλοιώνεται: όλοι οι μεγάλοι αστερισμοί με τ’ αναλλοίωτα σχήματά τους, σύμβολα της τάξης του κόσμου (Άγγ. Βλάχος)
✦ σταθερός, αμετάβλητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αναλλοίωτα (Κ αναλλοιώτως)