αναλγητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αναλγητικός ανάλγητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αναλγητικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανακουφίζει από τον πόνο, που εξαλείφει τον πόνο
✦ πληθ. ουδ. αναλγητικά ως ουσ., (φαρμ.) ονομ. φαρμάκων που ανακουφίζουν από τον πόνο, καταπραΰνουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–