αναλγησία


αναλγησία
Προφορά

Ετυμολογία
αναλγησία αρχαία ελληνική ἀναλγησία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναλγησία

✦ αναισθησία στον πόνο
(μτφ. ) έλλειψη συμπόνοιας

Συνώνυμα
απονιά, σκληρότητα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.