αναλαμπή


αναλαμπή
Προφορά

Ετυμολογία
αναλαμπή αναλάμπω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναλαμπή

✦ ξαφνική λάμψη: κι όπως ο λύχνος σβήνοντας σκορπάει αναλαμπές (Ι. Ζερβός)
(μτφ. ) αιφνίδια και για σύντομο διάστημα επαναλειτουργία των αισθήσεων ή της διάνοιας, η επιθανάτια παροδική ζωτικότητα

Συνώνυμα
φεγγοβολή, φωτοβολή, λαμποκόπημα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.