αναλαμβάνω
Προφορά
Ετυμολογία
αναλαμβάνω αρχαία ελληνική ἀνα – λαμβάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναλαμβάνω
✦ ξαναπαίρνω
✦ δέχομαι κάτι ως υποχρέωση
✦ ανακτώ τις σωματικές ή ψυχικές μου δυνάμεις
✦ ο αόρ. ανελήφθην, με τη σημ. του χάνομαι, εξαφανίζομαι: ο Χριστός ανελήφθη στους ουρανούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–