αναλάμπω
Προφορά
Ετυμολογία
αναλάμπω αρχαία ελληνική ἀνα – λάμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναλάμπω
✦ λάμπω ξανά
✦ εκπέμπω αναλαμπές
✦ (μτφ. ) ανακτώ την προηγούμενη λαμπρότητα, αναζωογονούμαι
Συνώνυμα
φεγγοβολώ, λαμποκοπώ
Αντίθετα
σκοτεινιάζω, θαμπώνω
Επιρρήματα
–