ανακύπτω


ανακύπτω
Προφορά

Ετυμολογία
ανακύπτω αρχαία ελληνική ἀνα – κύπτω

Ερμηνεία
ρήμα ανακύπτω

✦ σηκώνω το κεφάλι, αναφαίνομαι, έρχομαι στην επιφάνεια
(μτφ. ) δημιουργούμαι, γεννιέμαι

Συνώνυμα
προκύπτω, εμφανίζομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.