ανακύκλωση


ανακύκλωση
Προφορά

Ετυμολογία
ανακύκλωση μεταγενέστερη ελληνική ἀνακύκλωσις

Ερμηνεία
ανακύκλωση

✦ (Κ ανακύκλωσις, -εως κ. -ησις, -εως) ολοκληρωτική κύκλωση
✦ η περιοδική επανάληψη, επάνοδος: η αιώνια ανακύκληση των φαινομένων
✦ κατεργασία χρησιμοποιημένων βιομηχανικών προϊόντων κατά την οποία λαμβάνεται ακατέργαστο το υλικό τους για να ξαναχρησιμοποιηθεί στην παραγωγή: ανακύκλωση του γυαλιού – του χαρτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.