ανακόχλαση


ανακόχλαση
Προφορά

Ετυμολογία
ανακόχλαση ανακοχλάζω

Ερμηνεία
ανακόχλαση

✦ δυνατός βρασμός, κόχλασμα
(μτφ. ) έξαψη, ταραχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.