ανακόπτω


ανακόπτω
Προφορά

Ετυμολογία
ανακόπτω αρχαία ελληνική ἀνακόπτω

Ερμηνεία
ρήμα ανακόπτω

✦ συγκρατώ, σταματώ: όλοι μαζί επάσκισαν ν’ ανακόψουνε τη φωτιά, που κύλαγε ωσάν ποτάμι (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.