ανακρεόντειος


ανακρεόντειος
Προφορά

Ετυμολογία
ανακρεόντειος μεταγενέστερη ελληνική ἀνακρεόντειος

Ερμηνεία
ανακρεόντειος

✦ -εια, -ειο επίθ. (Κ -εία, -ειον) ο χαρακτηριστικός του ποιητή Ανακρέοντα: ανακρεόντειο μέτρο
(μτφ. ) υμνητικός του κρασιού και του έρωτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.