ανακρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
ανακρατώ μεταγενέστερη ελληνική ἀνακρατέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανακρατώ -είς, -εί
✦ συγκρατώ: στο γύρισμα του δρόμου, ο Κοσμάς ανακράτησε τα άλογα. Είχαμε πέσει πίσω από ένα ξόδι (Π. Πρεβελάκης)
✦ υποβαστάζω, υποστηρίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–