ανακουφωτός


ανακουφωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ανακουφωτός ρ. ανακουφώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακουφωτός -ή, -ό

✦ κοίλος, κούφιος που σχηματίζει κενό
✦ μισόκλειστος: ανακουφωτό παράθυρο – πόρτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανακουφωτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.