ανακουφίζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ανακουφίζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ανακουφίζω.mp3Ετυμολογίαανακουφίζω αρχαία ελληνική ἀνακουφίζω Ερμηνεία└ρήμα┘ ανακουφίζω ✦ ελαφρώνω, μετριάζω το βάρος ✦ περιορίζω τον πόνο, καταπραΰνω ✦ συντρέχω, βοηθώ Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–