αναθεώρηση
Προφορά
Ετυμολογία
αναθεώρηση μεταγενέστερη ελληνική ἀναθεώρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναθεώρηση
✦ νέα, επιμελέστερη θεώρηση, μελέτη
✦ (νομ.) η επανεξέταση υποθέσεως, γεγονότος: αναθεώρηση της δίκης
✦ τροποποίηση: αναθεώρηση των απόψεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–